-
1 допущение
1. (предположение, гипотеза) η υπόθεση, η παραδοχή 2. (разрешение на право участия в чем-л.) η άδεια, το δικαίωμα (της συμμετοχής)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допущение
-
2 условие
-я ουδ.1. όρος• συμφωνία•выполнить условие εκπληρώνω τον όρο•
нарушить условие παραβιάζω τον όρο•
по -ю κατά τον όρο, κατά τα συμφωνημένα•
льготные -я ευνοϊκοί όροι.
2. παλ.επίσημη συμφωνία•заключить условие κλείνω συμφωνία•
подписать условие υπογράφω τη συμφωνία.
3. άρθρο• παράγραφος•в договор включено условие о сроках платежа στη συμφωνία μπήκε άρθρογια τις προθεσμίες πληρωμής.
4. πλθ. -я κανόνες• θεσμοί.5. πλθ. -я συνθήκες•-я труда συνθήκες εργασίας•
-я жизни συνθήκες ζωής•
при настоящих -ях στις σημερινές συνθήκες•
ни при каких -ях σε καμιά περίπτωση.
6. προύπόθεση• παράγοντας•необходимое условие απαραίτητη προύπόθεση (όρος).
7. (μαθ.) όρος. || (μετην πρόθ. при και με προθτ. πτώση)•при условиеи με τον όρο, αν, εάν•
при томусловиеи μ αυτόν τον όρο.
|| (με την πρόθ. под και οργν. πτ.) под -ем με (υπο) τον όρο.